ματαίως

ματαίως
(ΑM ματαίως)
επίρρ. βλ. μάταιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ματαίως — μάταιος vain adverbial μάταιος vain masc acc pl (doric) μάταιος vain adverbial μάταιος vain masc/fem acc pl (doric) ματαιόω bring to naught imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… …   Dictionary of Greek

  • μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επικενής — ἐπικενῆς (Α) επίρρ. ανωφελώς, ματαίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κενής (θηλ. τού επιθ. κενός)] …   Dictionary of Greek

  • ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • παρατρέφω — ΝΜΑ νεοελλ. τρέφω κάποιον ή κάτι υπέρμετρα, υπερβολικά, τρέφω πάρα πολύ μσν. αρχ. 1. παθ. α) (για πρόσ.) τρέφομαι ή ανατρέφομαι από κάποιον («ἦσαν δὲ οὗτοι τῶν ἐπ οὐδενὶ χρησίμῳ πάλαι ἀνατρεφομένων», Συνέσ.) β) τρέφομαι ματαίως, ανωφελώς («τότε… …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • ՆԱՆԻՐ — (նրի կամ նրոյ, նրաց.) NBH 2 0404 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c, 13c ա.գ. μάταιος, ια inanis, vacuus, a ματαιότης vanitas, inanitas. Ունայն իր. ընդունայն. սին. սնոտի. եւ Ունայնութիւն. (լծ. լտ. ինա՛նիս,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՏԱՐԱՊԱՐՏՈՒՑ — ( ) NBH 2 0855 Chronological Sequence: Early classical ՏԱՐԱՊԱՐՏՈՒՑ կամ Ի ՏԱՐԱՊԱՐՏՈՒՑ. εἱς κενόν, κενῶς, διακενῆς, μάτην, ματαίως in vanum, vana, inaniter, frustra δωρεάν gratis εἱκῆ temere ἁκρίτως extra judicium ἁδίκως injuste. Վայրապար. ընդ վայր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”